英雄挽歌李野光 译

Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας奥德修斯·埃里蒂斯(Odysseus Elytis)

——献给在阿尔巴尼亚战役中牺牲的陆军少尉



在太阳最早居留的地方
Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
在时间像个处女的眼睛那样张开的地方
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
当大风吹得杏花如雪片般纷飞
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
当骑兵把草尖点燃之际
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες

在一株豪迈的法国梧桐将枝叶轻轻敲响
Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
一面军旗高高地向陆地与海洋招展的地方
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
那里从来没有人扛过枪
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
但是苍天的全部劳作
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
整个世界,像一颗露珠
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
在清晨,在山脚下闪烁
Πρωί, στα πόδια του βουνού

此刻,仿佛上帝在叹息,一个阴影延长了
Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.

此刻痛苦弯下了身子,以骨瘦的手
Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
将鲜花一朵朵摘下,毁掉
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
在早已没有流水的沟里
Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
各声因缺乏欢乐而死了
Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
岛屿像一些头发冰凉的僧侣
Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
在无声地切着荒野的面包
Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

寒冬渗透到心里,某种不祥的意外
Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
行将发生。山岳像匹马把鬃毛竖起来
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου

兀鹰在上空分配苍天的面包屑
Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.



如今一股激情在浑浊的水中升起
Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·

风缠住树叶
O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
呕吐它的遗骸
Φυσάει μακριά τη σκόνη του
果实吐出它们的籽儿
Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
泥土掩盖它的石块
H γη κρύβει τις πέτρες της
恐惧在拼命的挖地道,像只老田鼠
O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
当一片母狼似的乌云,嗥叫着
Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
从天空的林纾中闯出
Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
给平原的饿皮肤上撒播一场抽搐的暴雨
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
然后大雪纷飞,无情的大雪纷飞着
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
然后它嗡嗡地奔入饥饿的山谷
Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
然后迫使人们回答:
Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:
火或者刀斧!
Φωτιά ή μαχαίρι!

对于那些带着火或者刀子出发了的人
Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
邪恶将在此降服。十字架毋须绝望
Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός
只要紫罗兰祈祷,在离它很远的地方
Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!


Γ´

对于那些人,黑夜是个更加惨酷的白天
Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή
他们把钢铁熔化,把土地嚼碎
Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
他们的上帝散发着硝烟和驴皮味
O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο

每一声霹雳都是驰骋天空的死亡
Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
每一声霹雳都是一个笑对死亡的人
Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
——让命运随意怎么说吧,让命运
Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.

突然枪没打响,精神沮丧
Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
弹片就径直向太阳中飞射
Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο
望远镜,准星,迫击炮,都因恐怖而冻住了
Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!

那么容易,像狂风撕裂白布那么容易,像结石刺透肺肝
Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
钢盔滚落到左边……
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
根部只在土里震颤了片刻
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...
然后烟散了,白昼便怯生生地

前来蛊惑这地狱般的淤泥
Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες

Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
可是黑夜升起来,像条被踩的毒蛇
Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια
死神在边沿停了些时候

然后用那苍白的爪子深深地抠
Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά

Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―

Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!


他躺倒在烧焦的斗篷上
Δ´
让微风在寂静的头发间流连

一根无心的嫩枝搭着他的左耳
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
他像一所庭院,但是鸟儿已突然飞走
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
他像一支歌曲在黑暗中钳口无言
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
他像一座天使的时钟刚刚停摆
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
当眼睫毛说着“孩子们,再见”
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
而惊愕即变成石头一片
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε

Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
他躺倒在烧焦的斗篷上
Kι η απορία μαρμάρωσε...
周围的岁月黑暗而凄冷

与瘦狗们一起向可怕的沉默发出吠声
Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
而那些再次变得像石鸽的钟点
Αιώνες μαύροι γύρω του
都来注意地倾听
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
但是笑声被烧掉,土地被震聋
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
也无人听到那最后的尖叫
Aκούν με προσοχή·
整个世界随着那尖叫顿时虚空
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε

Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
在那五棵小松树下面
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.
没有其他像蜡烛般的东西

他躺在烧焦的斗篷上
Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
头盔空着,血染污泥,
Xωρίς άλλα κεριά
身旁是打掉了半截的胳臂
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
他那双眉中间
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
有口苦味的小井,致命的印记
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
那儿记忆已经冻结
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
在那黑红色的小井里
Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας

Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
不要细看啊,不要细看那地方那儿生命已经沧丧
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
不要细说啊,不要细说是怎么
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
梦的轻烟是怎么上升的
Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
因为就是这样,那一顷刻,一顷刻
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
就这样啊,一顷刻将另一顷刻抛弃
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
而永恒的太阳就这样从世界走开了
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη

Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!



太阳啊,你不是无所不能吗

鸟啊,你不是欢乐不息的时辰吗
Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
光明啊,你不是云的闯将吗
Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
而你,花园啊,难道不是花卉的表演地?
Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
你,黑色的根,难道不是木兰花的长笛?
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
像一株树在雨中颤抖
Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!
像空虚的肉体被命运诅咒

像一个狂人用雪抽打着自己
Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
而两眼被泪水淹没——
Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
哎呀,山鹰问,那个年轻人哪里去了?
Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
于是所有的小鹰都惊讶那个年轻人哪里去了
Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―
哎呀,母亲悲叹着问,我的儿子哪里去了?
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;
于是所有的母亲都惊讶她们的孩子哪里去了
Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
哎呀,朋友问,我的兄弟哪里去了?
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
于是所有的朋友都惊讶他们中的最小者哪里去了
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
他们摸摸雪,雪热得发烫
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
他们摸摸一只手,手却冻起来
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
他们咬一口面包,面包滴血
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
他们深深地凝望天空,天空变得苍白
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
为什么为什么为什么啊,死亡不给人温暖
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
为什么有这样可怕的面包
Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
为什么是这样的天空,那里本来有太阳高照
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος

Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί

Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!


他是个漂亮的小伙子
ΣT´
他诞生那天色雷斯群山便弯下腰来

显示大地肩头那欣悦的麦穗
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
色雷斯群山俯身吐啐
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
一次在他头上,一次在他胸上,一次在他啼哭之际
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
希腊人来了,带者可怕的武器
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
将他在北风的襁褓里高高举起……
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
然后日月飞度,各显身手
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
他们弓身跃马纷纷地奔驰
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
然后斯垂蒙河在晨风中滚滚向前
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
直到吉卜赛银莲花的铃铛到处响起
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
而从地球两端带来了大海的牧者
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
他们将三角帆羊群向远方赶去
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
那儿大海的肺腑在深深呼吸
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
那儿有块大石头在叹息
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια

Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
他是个小伙子
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
身体很强壮

晚上躺在桔林姑娘们的怀中
Ήταν γερό παιδί·
他会把星星们宽大的长袍弄脏
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
他心中的爱情是那样深厚
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
以致他饮尽了大地所有的芬芳
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
然后与白衣新娘们一起跳舞
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
直到黎明听见,将阳光浇在他头上
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
张开双臂的黎明发现他在描绘花朵
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
在挠那小小树枝鞍上的太阳
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
或者又对那些通宵醒着的小猫头鹰
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
温存地把摇篮曲低唱
Nα βάφει τα λουλούδια
啊,他的呼吸像支百里香多么强烈
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
那袒露的胸膛多么像骄傲的地图一张
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
那里暴发着自由和海浪……
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του

Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
他是个小伙子,英姿矫矫
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...
佩着手枪和暗淡的金纽扣

走路时一派大丈夫风度
Ήταν γενναίο παιδί.
那头盔却是个闪光的射击目标
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
(他们那样轻易地击穿了他的头颅,
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
他啊,却连什么叫罪恶也不知道!)
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
他的士兵排列在他左右
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
在他面前报复了敌人的残暴
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
——以子弹回答不义的子弹!
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
你看鲜血沾满了他的眉毛
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
这时阿尔巴尼亚群山发出了咆哮
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
然后他们将冰雪融化,来洗刷
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
他那身躯,一只黎明时触礁的小船那样静悄悄
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
他的双手,两片宽阔的荒原
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
他的嘴,一只不唱歌的小鸟
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
阿尔巴尼亚群山发出雷鸣
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
可是他们并不哭号
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
它们为什么要哭呢?
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
他是个小伙子,英姿矫矫
Δεν έκλαψαν

Γιατί να κλάψουν

Ήταν γενναίο παιδί!


树林是黑夜没有点燃的木炭
风猛扑着,捶它的胸坎,风又在捶它的胸坎

毫无结果,山岳跪在霜里
Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
在寻找着避难所。而深渊吼叫着
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
爬上悬崖,从死者的骷髅……
Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
连悲哀也不再哭泣。像个疯女人
Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
丧失了孩子,在转来转去,胸前佩着个嫩枝般的十字
Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
她不哭泣,只是,束着黑色的埃庇诺斯山脉的带子
Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
她巍巍升起,装上一个新月形的银徽
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
免得行星旋转时会看到它们的阴影
Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
会遮蔽它们的光辉
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
并且停步不前
Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
在混乱中疯狂地喘息……
Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους

Kαι σταματήσουν
风猛扑着,捶它的胸坎,风又在捶它的胸坎
Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί...
寂寞紧紧抓着她那黑色的披肩

躬着身子在月形的云朵后倾听
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
她倾听什么,是云一般的岁月,那么遥远?
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά

Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
她肩上披着褴褛一般的头发——哎,由她去吧——
Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
一个母亲在悲愤地哭泣——由她去吧——
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―
让她在那冰冻的空房里彷徨
Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―
因为命运不是谁的寡妇
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
而母亲们生来是为了哭泣,男人们是为了打仗
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
花园是为了在一个少女胸上开花
Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
海涛是为了咆哮,鲜血为了流淌
Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
而自由是为了不息地闪光
Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά

Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!



既然他的祖国在地球上暗淡了

请告诉太阳另找一条航道
Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
如果他想要保持他的骄傲
Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
或者用土壤和水
Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
让他在别处碧空中造一个小小的希腊姐妹
Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
告诉太阳另找一条路
Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
好避免碰上哪怕只一朵雏菊
Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
告诉雏菊以一种新的童贞绽开
Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα
这样她才不致为外来的手指所玷污
Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά

Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!
把野鸽从那些手指里解放吧

也别让任何海峡谈起水流的苦恼
Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα
当风轻柔地吹如一个空的贝壳
Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
不向任何地方发送绝望的信号
Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι
但要从骑士团的花园里
Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
带来他的灵魂在鼓动之处的玫瑰
Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
在那里,他的呼吸在逗弄
Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
阳光下一只小小的处女般的蝶蛹
Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
像缎子改变光泽那样时常更换衣裳的蝶蛹
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
当小甲虫在金粉上醉了
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
而小鸟从树上轻巧地飞来打听
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες
通过什么种子的萌芽这著名的世界才得以诞生
Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα

Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!



Θ´
带来新的双手吧,因为此刻他要上升

去给星星的孩子们唱催眠曲
Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
带来新的两腿吧,因为此刻
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
他要头一个参加天使们的跳舞
Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει
新的眼睛——天哪——因为此刻
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
他要俯身看看爱人的百合
Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν
新的血液,因为它们将因愉快的欢迎而狂热
Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
还有嘴,青铜和不凋之花的鲜嫩的嘴
Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν
因为此刻他要向云霞道别
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο

Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»
白天,他将面对桃树

夜晚他将驯养麦田
Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
他将给平原遍撒绿色的蜡烛
Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά
或者冲着太阳勇敢地叫喊
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
给自己披上风暴,跨着刀枪不入的战马奔驰
Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο
成为那些船坞的阿奚里士
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο
他将到那神话般的黑色岛屿去
Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!
去吻那些小小的圆石
Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
然后他将睡下
Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα
穿过那些梦的海湾
Kαι ποιος θα κοιμηθεί
去寻找新的两手,两腿和两眼
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
血液和语言
Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
去重新站立在大理石的打谷场上
Aίμα και λαλιά
并以他的神圣去搏击——哎,这一次——
Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
与死神搏击
Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―

Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!



太阳,青铜声,以及神圣的季风

在他的胸脯上发誓要给他生命
Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
任何再阴险的势力也无法得逞了
Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»
只有从桂树枝桠间漏出的光波
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
和露珠发出的银辉,只有十字架
Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
在那里闪耀,仿佛高尚开始显形
Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
而慈善手持利剑站了起来
Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
凭他的眼睛和它们的旗帜宣告:“我活着”
Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
祝你健康,古老的河流,你在黎明时分
Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»
看到这样一个上帝之子,嘴里咬着一支

石榴树枝条,熏沐在你的水波中
Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα
祝你健康,乡村的枸杞树,你打扮好自己
Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς
当安德罗索斯企图偷走他的梦
Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
也祝你,正午的流泉,你触摸了他的脚
Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
还有你,姑娘,你是他的心上人
Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
他的小鸟,他的圣母玛利亚,他的七曜星
Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του
因为只要一生中有那么一次
Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
一个人的爱情会反射,会点燃
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
一颗又一颗形体,那神秘的苍穹
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
那个神圣的声音就会大出占领
Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας
用鸟儿小小的心脏装饰着树林
Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,
用茉莉的七弦琴装饰诗人的情蕴
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ

Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
然后让它一经发现就把隐藏的邪恶铲除——
Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών
一经发现就用火将隐藏的邪恶烧净


Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―

Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!
十一


那些被悲伤偷走了眼睛而犯罪的人
IA´
由于恐惧逃避了不幸而正在挣扎的人

他们迷失在乌云中
Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει
回来了,前额上没有了羽冠
Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
回来了,脚上已没有利爪
Γιατί τους είχε πάρει
回到海涛在冲洗葡萄藤和火山的地段
Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
回到以月亮当犁铧的故乡田野
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
回到有扎龙戈的曼陀铃的故乡小岛
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
回拉了,回到猎犬的爪子散发着
Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια
血腥味的地区。回到暴风雨
Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
像女人收获期的白素馨那样持久之处
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα

Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
那些犯罪者被背后一阵乌云逮住饿
Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!
他们生活中没有棕榈或清凉的雨露

没有羊羔,美酒和来复枪,没有钓竿和葡萄树
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
他们没有古老的橡木和愤怒的风
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
睁着严厉的双眼
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
在那里守望十八个晨昏
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
一阵乌云把他们逮住了——在他们背后
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
他们没有虚张声势的大叔,没有装子弹的父亲
Mε πικραμένα μάτια·
没有亲手屠杀过的母亲
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
或者袒露胸脯跳舞
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
让自己被任意屠杀的外祖母
Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της

Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
那些犯了罪的人被一阵乌云逮住了
Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
但是他,在天空大道上面对着乌云的人

如今却在孤独而光荣地上升
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο

Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού

Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
十二


在茂盛的芳草上迈着清晨的步履
IB´
他独自上升,满脸霞光熠熠


Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
采花的顽皮姑娘们偷偷向他挥手
Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...
向他高声说话,声音在空中化为雾气

甚至树木也爱抚地向他低首
Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
将枝头的鸟巢撩入两掖
Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
枝叶浸泡在太阳的油彩里
Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
奇迹——怎样的奇迹啊,下雨的大地上
Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
白种人用天蓝色的犁头切开田野
Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
山脉如电光在远方闪耀,而更远处
Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!
是春天的群山那不可接近的梦寐
Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους

Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
满脸霞光熠熠,他独自上升
Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!
喝醉了阳光,亮透了一颗心

以致在云中也能看见真的奥林匹斯山
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
而朋友们的和散那在周围浮沉
Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
现在梦比血液跳得更快饿
Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
动物在羊肠道两旁聚集成群
Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων...
它们像蟋蟀般叫唤
Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα
仿佛说整个世界实在庞大无垠
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
是一个逗弄自己孩子们的举人
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε

Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
水晶之钟在远处长鸣不歇
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του
明天,明天,他们说,是天上复活节!


Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο

Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!
十三


远处响起水晶般的钟声
IΓ´

它们谈论他这个在世间被烧死的人
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―
像一只蜜蜂烧死在百里香的酵素中

谈论着窒息于泥土胸中的拂晓
Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
经管它答应有个光辉的明朝
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
谈论着那片雪花。它在心中闪耀又衰败
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
当听到一声远方的枪响
Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
当阿尔巴尼亚的鹧鸪在高空惨叫着飞开
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη

Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
它们说他甚至来不及哭泣
Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!
为他那上升名之爱的凄切情景

那时风在远处吹的更紧了
Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
而小鸟在坍坏了的磨房梁柱上啾啾地哀鸣
Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής
为那些饮着烈性音乐的妇女
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας

Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια
她们站在窗口紧紧拧着她们的头巾
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
为那些从绝望奔向绝望的饿妇女
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
她们在等待草地边的一个不祥的音信
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
于是得得的马蹄声来到了门口
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου
谈他那温暖而无人爱抚过的头

谈他的大眼睛,那儿生命已经渗透
Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι
渗得那么深那么深,它再也出不来了
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του

Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή

Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!
十四


如今梦想在血液中跳得更快了
IΔ´
世界最真实的时刻发出信号

自由
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
希腊人在黑暗中指出道路
Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
自由
Ελευθερία
为了你,太阳将因欢喜而啼哭
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:

EΛEYΘEPIA
斑斓如虹的海岬掉进了水了
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος
满帆的船只杂草地一 游弋

那些最天真的姑娘
Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά
赤裸着在男人面前奔跑
Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
而羞怯在栅栏后面高叫:
Tα πιο αθώα κορίτσια
朋友们,哪儿也不如这里好……
Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
世界最真实的时刻发出信号
Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη

Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...
当黎明在广阔的绿原上行进

他愈来愈高地上升
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!
这时那些渴望发光了

它们曾一度在罪恶的孤寂中消隐
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
如今又来到他周围熠熠飞腾
Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·
他心灵的渴望是白热的
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
小鸟在欢迎他,好象是他的伴侣
Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
“鸟儿,幸福的鸟儿,死亡在这里消失”
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
“朋友们,亲爱的朋友们,生命在这里开始。”
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
一个天国之光的晕轮在他的头发里大放清辉
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του

«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
水晶般的种声在远处震荡,低回
«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
明天明天,明天是上帝复活节!
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!


添加译本