Μιά μέρα, είχε τελειώσει τα σταμνιά, τις γλάστρες, τα τσουκάλι.
一天他造完了水罐、花瓶
Του περίσσεψε
陶锅。一些陶土
λίγος πηλός. Έφτιαξε μιά γυναίκα. Τα στήθια της
多了出来。他造了一个女人。她的双乳
μεγάλα και στητά. Γύρισε αργά στο σπίτι του.
大而坚挺。他心神有点恍惚。回家晚了,
Τον γκρίνιασε η γυναίκα του. Δεν αντιμίλησε. Την άλλη μέρα
妻子在咕哝。他不理她。第二天
κράτησε πιότερο πηλό, κι ακόμα πιότερο την άλλη.
他留下更多的陶土,跟着的一天留下更多。
Δε γύρισε στο σπίτι του. Η γυναίκα του τον χώρισε.
他不愿回家。妻子离开了他。
Καίνε τα μάτια του. Μισόγδυμνος. Μ’ ένα ζουνάρι κόκκινο
他目光熊熊。半裸。只系着一条红腰带。
στη μέση του.
整夜都跟陶女睡觉。破晓时分,
Πλαγιάζει ολονυχτίς με πήλινες γυναίκες. Τα χαράματα
只听见他在作坊的篱笆后歌唱。
ακούς να τραγουδάει πίσω απ’ τη μάντρα του σταμνάδικου.
连红腰带都解掉了。赤裸。一丝不挂。
Έβγαλε και το κόκκινο ζουνάρι του. Γυμνός. Θεόγυμνος.
围绕着他的:
Και γύρω του
空水瓶、空陶锅、空花瓶
τ’ άδεια σταμνιά, τ’ άδεια τσουκάλια, οι άδειες γλάστρες
和美丽、盲目、聋哑、给咬掉双乳的女人。
κι οι ωραίες, τυφλές, κωφάλαλες γυναίκες με τα δαγκωμένα στήθια.